- αναιρώ
- (-έω) (Α ἀναιρῶ)1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ3. αθετώ, αρνούμαι4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής»)αρχ.Ι. (ενεργ. και μέσ.)1. σηκώνω από κάτω επάνω, παίρνω μαζί μου ή απλώς παίρνω2. (για έπαθλα) κερδίζω, νικώ3. περισυλλέγω νεκρούς για ταφήΙΙ. ενεργ.1. (για πράγματα) αφανίζω, καταλύω, καταστρέφω2. (για χρησμούς) ορίζω, διατάζω, χρησμοδοτώ3. δίνω απάντηση, απαντώΙΙΙ. μέσ.1. παίρνω στην υπηρεσία μου, προσλαμβάνω2. αρπάζω «κούρας ἀνέλοντο θύελλαι» (Όμ. υ 66)3. παίρνω στην αγκαλιά μου4. μένω έγκυος, συλλαμβάνω5. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εκτέλεση έργου, επιχειρώ6. (για χρήματα) δανείζομαι με τόκο7. δέχομαι κάτι σαν δικό μου, αναγνωρίζω, υιοθετώ8. φρ. «ποινήν τίνος ἀναιροῡμαι», παίρνω εκδίκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + αἱρῶ*.ΠΑΡ. αναίρεση (-ις) αναιρετικόςαρχ.-μσν.ἀναιρέτης μσν. ἀναίρεμα, ἀναιρετήριοςνεοελλ.αναιρεσείων].
Dictionary of Greek. 2013.